ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ 9-10-2022 ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
«ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟ»
Μιὰ νεκρικὴ πομπὴ εἶναι μιὰ πορεία θλιβερή∙ ὁ τραγικὸςἐπίλογος μιᾶς πάλης, ὅπου ὁ θάνατος εἶναι ὁ νικητής. Οἱ ἁπλοϊκοὶἄνθρωποι, ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν νεκρὸ νέο τῆς Ναΐν καὶ τὴνσυντετριμμένη μητέρα του, παρουσιάζονται σιωπηλοί.
Ὁ ἄνθρωπος στέκει ἐμβρόντητος μπροστὰ στὸ θάνατο, ποὺἔρχεται σὲ μιὰ στιγμὴ καὶ θέτει τέρμα σ’ αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ λέγεται ζωή. Ἀποτελεῖ τό «φοβερώτατον μυστήριον» κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννητόν Δαμασκηνό.
Τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ τὸν ἀντικρύζει κατάπληκτο καὶ φωνάζει μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο: «Τί τὸ περὶ ἡμᾶς τοῦτο γέγονεμυστήριον; Πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ καὶ συνεζεύχθημεν τῷθανάτῳ;».
Καὶ τὰ πιὸ μεγάλα ἀνθρώπινα πνεύματα, ποὺ ἡ σκέψη τους ἦταν φωτεινὴ σὲ πλῆθος ἄλλα ζητήματα, μπροστὰ στὸ θάνατο ἔμειναν ἄφωνα. Σὰν ἀφελῆ μικρὰ παιδιά, ποὺ στέκουν μὲ ἀνοικτὸ τὸστόμα μπροστὰ σὲ πράγματα δυσεξήγητα, ψέλλισαν λίγα λόγια, ἀλλὰ δὲ μπόρεσαν νὰ εἰσδύσουν στὸ ἀπύθμενο μυστήριο τοῦθανάτου.
Δὲν εἶπαν κάτι οὐσιαστικὸ ποὺ νὰ διαλύει τὰ ζοφερὰ σκοτάδια ποὺ τὸν περιτυλίγουν. Καὶ ὅλων τῶν σοφῶν ἡ σοφία γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ ζήτημα νὰ μαζευθεῖ, δὲν θὰ κατορθώσει νὰ δώσει οὔτε ἕνανσπινθήρα φωτός, γιὰ νὰ φωτίσει ἔστω καὶ γιὰ λίγο τὸ σκοτάδι ποὺπεριζώνει τὸ θάνατο.
Στήν ἴδια καί χειρότερη θέση βρίσκεται ἡ ἀνθρώπινη καρδιά. Αὐτή πληγώνεται βαθύτερα ἀπό τήν ἔλευση τοῦ θανάτου. Καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά παραδεχθεῖ, ὅτι ὄντως κάποτε θάπεθάνουμε, ἀλλά ἡ καρδιά δέν συμβιβάζεται μέ τήν ἰδέα αὐτή.
Ὁ ἄνθρωπος δὲ μπόρεσε μόνος του νὰ ξεδιαλύνει τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Εὐτυχῶς ὅμως, ἔρχεται κάποιος Ἄλλος νὰ ρίξει φῶς. Προκειμένου νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀντιμετωπίσει τὸνθάνατο, ὁ Χριστὸς δὲν ἄρχισε φιλοσοφικὲς συζητήσεις καὶ δὲνἀράδιασε συλλογισμοὺς καὶ ἀνθρώπινα ἐπιχειρήματα. Στάθηκε πρὶνἀπ’ ὅλα, δίπλα στὴν ἀνθρώπινη καρδιά, ποὺ πονοῦσε γιὰ τὸ νεκρὸπαιδὶ καὶ πόνεσε κι Αὐτὸς μαζί της.
Ὁ Χριστός «ἐσπλαχνίσθη» τὴν πληγωμένη μητέρα ἀπ’ τὸ χαμὸτοῦ παιδιοῦ της ∙ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη τῆς ἀπηύθυνε τὸ: «μὴ κλαῖε». Δὲν περιορίστηκε ὅμως μόνο στὰ παρηγορητικὰ λόγια. Μὲ δύναμη καὶ ἐξουσία θεϊκὴ εἶπε στὸν νεκρό: «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι».
Κι ἐκεῖνος ξύπνησε σὰν ἀπὸ ὕπνο ἐλαφρὸ καὶ ξαναγύρισε στὴνἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ Μ