Διονύσης Σαββόπουλος: Σαν σήμερα γεννήθηκε ο αιώνιος έφηβος του ελληνικού τραγουδιού
Της Μαρίνας Ζιώζιου
Σαν σήμερα, 2 Δεκεμβρίου 1944, γεννήθηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος: μια φωνή που έμελλε να γίνει συνοδός των γενεών και ψίθυρος των εποχών. Ο «Νιόνιος» δεν υπήρξε ποτέ απλώς ένας τραγουδοποιός. Ήταν και παραμένει με τα τραγούδια του ο αφηγητής μιας Ελλάδας που αλλάζει, που πληγώνεται και ξαναγεννιέται μέσα από τις μελωδίες της. Ο θάνατός του στις 21 Οκτωβρίου 2025, σε ηλικία 81 ετών, δεν ήταν μια απλή απώλεια, αλλά ορφάνια.
Με την αθωότητα ενός αιώνιου εφήβου και τη σοφία ενός περιπλανώμενου ποιητή, ο μελωδικός μας παραμυθάς «έντυσε» στις νότες του στιγμές συλλογικής μνήμης. Οι δρόμοι, οι πόλεις, τα όνειρα και οι μικρές μας επαναστάσεις βρήκαν στέγη στις ιστορίες του. Τα τραγούδια του δεν έμειναν ποτέ απλά τραγούδια, αλλά έγιναν καταφύγια, έγιναν καθρέφτες, έγιναν παρηγοριά και διαμαρτυρία μαζί.
Ο μελωδικός μας παραμυθάς
Ο Σαββόπουλος είχε έναν μαγικό τρόπο να ξετυλίγει την τρυφερότητα της αφήγησης και την τόλμη του στοχασμού, υφαίνοντας ένα σύμπαν όπου το προσωπικό συναντούσε το πολιτικό και το λαϊκό χόρευε με το ονειρικό. Κι έτσι ο «Νιόνιος» μένει πάντα εδώ, με τη φρεσκάδα εκείνης της πρώτης συγχορδίας που ακόμη αντηχεί μέσα μας…
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1944, ο Σαββόπουλος μεγάλωσε σε μια Ελλάδα που αναζητούσε ταυτότητα μετά τον εμφύλιο. Το «Φορτηγό» (1966) υπήρξε το πρώτο δείγμα της διαφορετικής του ματιάς: μια μουσική που συνδύαζε τον ελληνικό λαϊκό ήχο με το αμερικανικό φολκ και τη ροκ, σε στίχους που μιλούσαν με άμεσο τρόπο για την κοινωνία.
Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές
Με τα «Περιβόλι του Τρελού», «Μπάλλος» και «Βρώμικο Ψωμί» καθιερώθηκε ως η κατεξοχήν φωνή της αλληγορικής αντίστασης στη δικτατορία. Χωρίς να καταφεύγει πάντα στο ευθύ πολιτικό μήνυμα, κατάφερε με ποιητικούς υπαινιγμούς να μεταδώσει το αίσθημα της καταπίεσης και της ανάγκης για ελευθερία. Ήταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967.
«Έχω μείνει σε ένα κελί για πάρα πολύ καιρό. Μπορεί βέβαια να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. Το τραγούδι “Δημοσθένους λέξις” γράφτηκε εκεί. Μάλιστα, ο πρώτος τίτλος του τραγουδιού ήταν “Εμβατήριο για μετέωρο φυλακισμένο”. Ανακάτεψα εκ των υστέρων τον Δημοσθένη για να ξεγελάσω τη λογοκρισία. Τους δούλεψα κανονικά! Δεν με επηρέασε η στενότης ή ο περιορισμός, πετούσα μέσα μου. Πάντα έφερνα εκείνο που συνέβη τότε και το ζούσα στο τώρα. Δεν πήγαινα στο παρελθόν. Έφερνα το παρελθόν στον παρόντα χρόνο», είχε αποκαλύψει ο ίδιος.
Το έργο του υπήρξε καθοριστικό. Οι ερμηνείες και οι ενορχηστρώσεις του θεωρούνται μοναδικές και αξεπέραστες, ενώ τραγούδια του όπως τα «Φορτηγό», «Μπάλλος», «Ρεζέρβα» και «Τραπεζάκια έξω», όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένουν άφθαρτα και πάντοτε επίκαιρα. Επίσης, επέλεξε από την αρχή της καριέρας του να σκηνοθετεί ο ίδιος τις παραστάσεις του που έγιναν σημεία αναφοράς τόσο για τη θεατρικότητά τους όσο και για τους χώρους όπου παρουσιάστηκαν.
Αυτοδίδακτος και προικισμένος δημιουργός, εκπληκτικός περφόρμερ και αφηγητής, ο Διονύσης Σαββόπουλος εξέδωσε 14 κύκλους τραγουδιών σε δίσκους βινυλίου και ακτίνας, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις εμφανίσεών του. Όλοι οι δίσκοι του κυκλοφορούν και στο εξωτερικό, παντού όπου υπάρχει ελληνισμός.
«Αν αισθάνθηκαν κάποιοι άνθρωποι προδομένοι από εκείνον, ήταν επειδή ήταν τόσο σίγουροι ότι τραγουδάει για εκείνους μόνο – και, έκπληκτοι, την επόμενη μέρα, ανακάλυπταν πως το επόμενο τραγούδι του μιλούσε και για τον διπλανό τους, τον αντίθετό τους», έγραψε, μεταξύ άλλων, ο Φοίβος Δεληβοριάς για την απώλειά του.
Στον σοφά ζυγισμένο επικήδειό του, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ανέδειξε τον πληθυντικό αριθμό των σαββοπουλικών αντιφάσεων: «Ένωσες τα κομμάτια μας. Κάποιους μας ένωσες συχνά και εναντίον σου. Ήσουν γεμάτος αντιφάσεις. Ένας συντηρητικός με καρδιά επαναστάτη. Ένας αυστηρός δάσκαλος με ρούχα παλιάτσου, ένας λόγιος καραγκιοζοπαίχτης, ένας δύστροπος γέροντας με ψυχή ζαβολιάρικου παιδιού, ένας βλοσυρός που του άρεσαν τα ανέκδοτα, ένας ασκητής με ακριβά γούστα, ένας αμήχανος σοφός, ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη. Δεν ξέραμε πότε ήσουν ρόλος και πότε ο εαυτός σου. Ίσως ούτε κι εσύ».
Στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (Πατάκης), ο Σαββόπουλος γράφει για το πώς από τροβαδούρος για «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα» μετατράπηκε σε εθνικό βάρδο. Όπως σημειώνει, «αυτό που λέμε Σαββόπουλος δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο». Ήταν παντρεμένος με την Ασπασία Αραπίδoυ (γνωστή με το χαϊδευτικό της, Άσπα, από τα τραγούδια και τις παραστάσεις του) με την οποία απέκτησε δύο γιους, τoν Κoρνήλιo και τoν Ρωμανό, και δύο εγγονούς, τον Διονύση και τον Ανδρέα.
«Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας»
Ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε μιλήσει δημόσια και με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια για τη μάχη που έδωσε με τον καρκίνο του πνεύμονα. «Είχα κάτι ενοχλήσεις και, μια και είχα χρόνο, πήγα στους γιατρούς. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Όλο γκούχου-γκούχου ήμουν. Πάνω από 50 χρόνια καπνίζω και σας το λέω αυτό για να προσέχετε. Κι αν – ο μη γένοιτο – σας συμβεί, μην φοβηθείτε. Αντιμετωπίστε το. Έχει ο Θεός», είχε γράψει.
Παρά τις θεραπείες και την εύλογη εξάντληση, ο Σαββόπουλος δεν υποχώρησε από τον δημόσιο χώρο. Αντίθετα, καταπιάστηκε με σημαντικά καλλιτεχνικά πρότζεκτ: από συναυλίες για την Επανάσταση του ’21, μέχρι την έκθεση για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, που παρουσίασε και στην Κύπρο. «Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας», γράφει. Όμως αυτή η σκιά επανήλθε πιο βαριά, όταν σε φάση ευάλωτης ανοσίας, προσβλήθηκε από κορωνοϊό.
«Ενώ έκανα τις ανοσοθεραπείες μου κανονικά στο νοσοκομείο, μού ζήτησαν απ’ την Κύπρο να δώσω μερικές συναυλίες… Δεν μού ήταν δυνατό ν’ αρνηθώ. Εγώ πάντα μάσκα φορούσα… Και μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό… Είχα φορτωθεί με κορωνοϊό. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο…».
Στις σελίδες του βιβλίου, η πιο έντονη εικόνα ίσως δεν είναι ιατρική, αλλά βαθιά ανθρώπινη. Είναι η στιγμή που ο γνωστός τραγουδοποιός έρχεται αντιμέτωπος με τη γύμνια του σώματος και της ψυχής του, σε ένα νοσοκομειακό δωμάτιο. «Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα, πιτζάμες, σεντόνια… Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται. Γίνεται!…».
Για τη δολοφονία Λαμπράκη, τη φυγή από το σπίτι και το ταξίδι-έμπνευση με φορτηγό στην Αθήνα είχε μιλήσει, μεταξύ άλλων, ο αείμνηστος Διονύσης Σαββόπουλος στο πρώτο από τα έξι ντοκιμαντέρ «Σαββόπουλος -Long Play», που επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος Παύλος Τσίμας, στον ΣΚΑΪ.
Στα ντοκιμαντέρ αυτά, που έμελλε να είναι και η τελευταία παρακαταθήκη του Διονύση Σαββόπουλου, ο ίδιος διηγείται ιστορίες που σημάδεψαν τη ζωή του αλλά και τις ζωές όλων μας, από το 1965 που κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο έως σήμερα.
Όπως είχε πει ο Διονύσης Σαββόπουλος, «έτσι κι αλλιώς, στο τέλος όλοι θα σε κρίνουν όχι από αυτά που ξέρεις, αλλά από αυτά που μπόρεσες. Δεν θα τα μηδενίσουμε όλα επειδή οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Μπήκαν στην καρδιά μας μια φορά; Εκεί θα μείνουν, κι ας φέρθηκαν κάποτε σαν λαγοί κι άλλοι σαν αλεπούδες· δεν τους δικαιολογούμε, όχι. Μα δεν μπορούμε και να τους πετάξουμε έξω».
Πηγή: skai.gr
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.







