Η άγνωστη ιστορία των αρωμάτων από την αρχαιότητα στο σήμερα
Μία από τις πιο δυνατές και καθοριστικές αισθήσεις: Ενεργοποιεί τη μνήμη, επηρεάζει τα συναισθήματα, «κλειδώνει» γεγονότα με τη μορφή αναμνήσεων και διαδραματίζει έναν κεντρικό ρόλο στην αντίληψη του κόσμου και στη διαμόρφωση της ταυτότητας μας.
Η όσφρηση συνδέεται ενεργά με την μνήμη μέσω του λιμβικού ή αλλιώς μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου, αλλά και με τα συναισθήματα.
Δεν είναι τυχαίο πως ορισμένες μυρωδιές εκτός από νοσταλγία μπορεί να πυροδοτήσουν θυμό ή απώθηση (κάποια σύναψη που δημιουργήθηκε από την μυρωδιά ενός εχθρικού μέρους ή ενός αντιπαθητικού προσώπου), άγχος, θαυμασμό, ακόμα και σωματική ενεργοποίηση- αισιοδοξία και καλή διάθεση.
Η Έλενα Βοσνάκη, ιστορικός, αρχαιολόγος και συγγραφέας με διεθνή αναγνώριση στον τομέα των αρωμάτων, μας ξεναγεί στον συναρπαστικό κόσμο των μυρωδιών, εξερευνώντας την πολιτισμική, αισθητική και κοινωνική τους διάσταση.
Με εμπειρία ως Επιμελήτρια Ιστορίας Αρώματος στην Παγκόσμια Έκθεση του Μιλάνου (EXPO 2015), διαχειρίστρια της ελληνικής έκδοσης της εγκυκλοπαίδειας αρωμάτων Fragrantica και ιδρύτρια του Perfume Shrine, του πρωτοποριακού ανεξάρτητου ιστότοπου για την τέχνη του αρώματος, η και Βοσνάκη παραθέτει στο skai.gr, πολύτιμες γνώσεις για τον ρόλο της μυρωδιάς στην ανθρώπινη εμπειρία αλλά και την ιστορική πορεία των αρωμάτων από την αρχαιότητα, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και σε άλλους πολιτισμούς, αναδεικνύοντας τη βαθιά σύνδεση ανάμεσα στη μυρωδιά και την κουλτούρα.
Η όσφρηση ως αρχέγονο ένστικτο
Η όσφρηση ήταν από την αρχαιότητα κρίσιμη για την επιβίωση και την κοινωνική συνοχή, έχοντας καταλυτικό ρόλο σε διάφορες λειτουργίες που έχουν ξεχαστεί στη σύγχρονη εποχή. Ενδεικτικά, σε ανθρωπολογική έρευνα της Asifa Majid στο Πανεπιστήμιο Radboud στην Ολλανδία διαπιστώθηκε ότι οι τροφοσυλλέκτες-κυνηγοί κατείχαν μια επαυξημένη γλώσσα οσμών, με τις οποίες επικοινωνούσαν. Επιπλέον, οι Maniq της Ταϊλάνδης έχουν περίπου 15 λέξεις που αφορούν αποκλειστικά την οσμή, κάτι που δε συνέβαινε με τις δυτικές γλώσσες. Ταυτόχρονα η, όσο το δυνατόν ενιαία, μυρωδιά όλης της φατριάς αποτελεί σημάδι ομογένειας στους αμαζόνιους Desana.
«Διαμέσου του καπνού»
Το άρωμα, ως συνειδητή ευωδία, συνδέεται με τον πολιτισμό και τις τελετουργίες, ήδη από την αρχαία Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία και την Άπω Ανατολή. Η χρήση θυμιαμάτων και ευωδιών ενείχε τελετουργικό χαρακτήρα, λειτουργώντας ως μέσο επικοινωνίας με το θείο. Οι αναφορές στη Βίβλο είναι πολυπληθείς, με προεξάρχον το Άσμα Ασμάτων και όχι μόνο. Είθισται οι προσφορές σε αρωματικές ουσίες σε μείξεις υπό τη μορφή λατρευτικής πυράς να ανεβαίνουν προς τον ουρανό μαζί με τον καπνό. Εξ αυτών άλλωστε η λατινική ονομασία per fumum που σημαίνει «διαμέσου του καπνού». Ταυτόχρονα και στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Άπω Ανατολή, η ανεξάρτητη ανάπτυξη καύσης θυμιάματος (με καταγεγραμμένες χρήσεις από τον 6ο αιώνα μ.Χ. ωστόσο) δείχνει την παγκοσμιότητα αυτής της πρακτικής.
Στην Αίγυπτο η… «Μέκκα» του αρώματος
Οι Αιγύπτιοι μεγαλούργησαν στο άρωμα.
Το τελετουργικό kyphi/κύφι ήταν μια πάστα 16 διαφορετικών ρητινών και αρωματικών φυτών που πλάθονταν σε μπαλίτσες και προσφέρονταν το βράδυ στις θεότητες. Το κύφι είναι ελληνική λέξη που συναντάται στον Διοσκουρίδη, τον Πλούταρχο (στο Ίσις κι Όσιρις) και στον Γαληνό με μικροπαραλλαγές. H καύση θυμιάματος σε ορισμένες ώρες της ημέρας είναι έκφραση αυτής της χρήσης αρωματικών υλικών.
«Επιχειρήσαμε πριν αρκετά χρόνια να αναδημιουργήσουμε το Kyphi μαζί με την αείμνηστη αρωματοποιό Sandrine Videault για το μουσείο του Καΐρου», αναφέρει χαρακτηριστικά η κα Βοσνάκη.
Η βασίλισσα Χατσεπσούτ καταγράφεται πως δρομολόγησε την εισαγωγή δέντρων που παράγουν αρωματικό κόμμι για λιβάνι από την χώρα της Πουντ. Η Αίγυπτος είναι τόσο ταυτισμένη με την αρωματική κουλτούρα που ακόμη και ο Ιούλιος Καίσαρας αναφέρεται πως στους ρωμαϊκούς θριάμβους του, πετούσε αλάβαστρα (δηλαδή φυαλίδια αρώματος, από την ελληνική λέξη και χρήση «αλάβαστρον») στο πλήθος για να επιδείξει την κυριαρχία του στην Αίγυπτο.
Αρωμα Ελλάδος
Οι Έλληνες, όσον αφορά το άρωμα, έπονται κυρίως επειδή οι πολιτισμοί της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου προηγούνται χρονικά, όμως είχαν και τους δικούς τους πρωτοπόρους. Η οικονομική σημασία του αρώματος υπήρξε ο βασικός λόγος για την ανάπτυξη της βιοτεχνίας του. Αυτή εντοπίζεται κυρίως σε περιοχές με εξαγώγιμες πηγές πρώτων υλών, οι οποίες αξιοποιούνταν με τις τότε γνωστές –πολύ διαφορετικές από τις σημερινές– μεθόδους. Σημαντικοί πολιτισμοί που κατέκτησαν αυτές τις περιοχές, όπως ο αιγυπτιακός και ο ρωμαϊκός, εκμεταλλεύτηκαν πηγές στην Αιθιοπία και τη Σομαλία, στη Μέση Ανατολή (για τις ρητίνες) και στην ανατολική και δυτική Μεσόγειο (για βότανα και αρωματικά φυτά).
Συμβολισμοί
Ο συμβολισμός των αρωμάτων στην ελληνική μυθολογία και φιλοσοφία κυρίως βασίζεται στον σεβασμό των Ελλήνων στο άρωμα ώς εκδήλωση του κάλλους και της αρμονίας των θεών. Παίρνει όμως και πιο πρακτικές διαστάσεις. Ο Όμηρος περιγράφει τον 8ο αιώνα πΧ το μπάνιο ομορφιάς της Ήρας στην Ιλιάδα στην ραψωδία Ξ για να αποπλανήσει τον Δία με τα όπλα της Αφροδίτης, ώστε να τον κοιμήσει και κατόπιν να προλάβει εκείνη να ευνοήσει τους Έλληνες. Τα αγάλματα, ιδιαίτερα θεοτήτων, εκτός από ζωντανά χρώματα, φαίνεται να καλύπτονται και με αρωματικές ουσίες, σύμφωνα με την Cecilie Brøns, ανώτερη ερευνήτρια και επιμελήτρια της συλλογής αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης του μουσείου Glyptoteket στην Κοπεγχάγη της Δανίας, όπως δημοσίευσε στo Oxford Journal of Arcaheology. Κατοπινότερες πηγές, όπως αναφορές από τον Ρωμαίο Κικέρωνα, μιλούν για την επεξεργασία ενός αγάλματος της Άρτεμης. Οι άνθρωποι «την άλειφαν με πολύτιμες αλοιφές» και «την στεφάνωναν με κομπολόγια και λουλούδια», σύμφωνα με τον φιλόσοφο. Με λίγα λόγια η σύνδεση θείου-ανθρώπινου, επικοινωνείται και μέσω της όσφρησης.
Ο ποιητής Ανακρέοντας τον 5ο αιώνα π.Χ. περιγράφει την οινοποσία που ακολουθεί ένα μπάνιο στο οποίο η απάληψη με αρωματισμένη αλοιφή είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα του λουτρού του. Στην κωμικοτραγωδία Ελένη του Ευρυπίδη, ο ιερατικός καθαρμός του παλατιού γίνεται με το καθιερωμένο θειάφισμα, που ενώ είναι δυσάρεστη οσφρητικά εμπειρία (οι θειούχες ενώσεις μυρίζουν σαν κλούβια αυγά) αποτελεί ένα έθιμο μεγάλης σημασίας και διαδεδομένης λατρευτικότητας. Σε κάθε περίπτωση, η πιο περισπούδαστη αναφορά ανήκει αναμφισβήτητα στον Ηρόδοτο και τις «Ιστορίες» του, όπου περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια την Αραβική χερσόνησο και τις αγροτικές εργασίες που αφορούν στη συλλογή της κασσίας, του λιβανιού, του λάβδανου, της κανέλας και του στύρακα.
Αναφέρεται επίσης και στο κάπνισμα με λιβάνι που αποτρέπει την κυκλοφορία των φιδιών. Το λάβδανο μάλιστα, όπως συνοψίζει, συλλεγόταν από τα γένια των κατσικιών μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα και στην Κρήτη, με το λαδανιστήριο ένα εργαλείο σαν μικρή τσουγράνα. Οι φιλόσοφοι αντιθέτως, και σε αντιπαραβολή με τους ποιητές και την ανατολική θρησκεία και τις επιρροές της, δεν προκρίνουν τόσο την προσωπική χρήση αρωμάτων, όπως γενικά μετριάζουν και τις ηδονές εν γένει.
«Η κλασική αρχαιότητα υπήρξε σε αυτό τον τομέα ιδιαίτερα πειθαρχημένη, η ισορροπία πνεύματος-σώματος δεν παραβλέπεται ποτέ», συνοψίζει η κα Βοσνάκη.
Η αλχημίστρια που… «προφητεύσε» την απόσταξη
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος εξάπλωσε την επιρροή του ελληνισμού στον μισό τότε γνωστό κόσμο η ελληνική καινοτομία άνθισε.
Τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. η αλεξανδρινή αλχημίστρια Μαρία η Προφήτισσα εφηύρε την πρώτη μέθοδο απόσταξης, αιώνες πριν τους Άραβες. Ως τότε η μέθοδος εξαγωγής αρωματικών υλικών ήταν η συλλογή «δακρύων» ρητίνης από τα δέντρα, ο βρασμός (που όμως καταστρέφει πολλά αρωματικά μόρια) κι η εμβάπτιση ανθών σε έλαιο (πρακτική που εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα στους πολιτισμούς της Πολυνησίας).
Επειδή η αρωματοποιία λειτουργούσε και θεραπευτικά, η μείξη του μάγου-ιατρού-σαμάνου των προϊστορικών κοινωνιών με τους ιατρούς κατέληξε στους βυζαντινούς χρόνους στον επαγγελματικό τίτλο «μυρεψός».
«Σήμαινε γενικά ιατρός, όμως προέρχεται ετυμολογικά από τους παρασκευαστές του Μύρου, του αρωματικού χρίσματος για τις θρησκευτικές τελετές και το χρίσμα βασιλέων», εξηγεί η διευθύντρια της ελληνικής έκδοσης της Fragrantica, τονίζοντας πως η παρασκευή αρώματος δεν ακολουθούσε τη σύγχρονη μεθοδολογία.
Διασώζεται επίσης και στα λατινικά αρχεία ο Nicolaus Myrepsus, βυζαντινός ιατρός που έζησε στην αυλή του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ’ Δούκα στην Νίκαια της Βιθυνίας ο οποίος συνέγραψε συνταγολόγιο φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Επειδή η αρωματοποιία λειτουργούσε και θεραπευτικά, η μείξη του μάγου-ιατρού-σαμάνου των προϊστορικών κοινωνιών με τους ιατρούς κατέληξε στους βυζαντινούς χρόνους στον επαγγελματικό τίτλο «μυρεψός».
Η αρχαία και μεσαιωνική, αλλά και μέχρι τον 20ο αιώνα, αρωματοποιία, βασιζόταν στην αλληλεπίδραση των υλικών, τη μέθοδο εξαγωγής και γνωστές φόρμουλες σταθεροποίησης, κυρίως με ζωϊκά παράγωγα (εκκρίσεις από μόσχο, μοσχογαλή ή φάλαινα φυσητήρα κυρίως). Η ανάπτυξη της χημείας του άνθρακα, που επέτρεψε την εργαστηριακή παραγωγή αρωματικών υδρογονανθράκων και παραγώγων του πετρελαίου και της πίσσας στα τέλη του 19ου αιώνα, είναι αυτή που ώθησε τη σύγχρονη αρωματοποιία.
«Ουσιαστικά αν μυρίζαμε αρχαία αρώματα θα μας φαινόταν κάτι τελείως ξένο σήμερα», σχολιάζει η κα Βοσνάκη.
Σε κάθε περίπτωση, τα αρχαία και μεσαιωνικά/βυζαντινά αρώματα είχαν περισσότερο χαρακτήρα μιας ακριβής πολυτέλειας, ενός ταξικού κριτηρίου. Περιορίζονταν στις ανώτερες κοινωνικοοικονομικά τάξεις, αλλά και στους αθλητές, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ειδικά έλαια με αρωματική ποιότητα για την προετοιμασία και την αποθεραπεία.
Ειδικά στην Ελλάδα το άρωμα χρησιμοποιήθηκε κυρίως όχι τόσο με τον θρησκευτικό του συμβολισμό όπως στην Αίγυπτο αλλά με τον αρωματοθεραπευτικό και ιατρικό, όπως καταμαρτυρούν οδηγίες για τους αρχαίους αθλητές: Να απλώνουν παρασκεύασμα μέντας στα χέρια, ενώ να προτιμούν αμυγδαλέλαιο για τα πόδια.
Ο Θεόφραστος είναι αυτός που πρώτος διαχωρίζει στο «Περί Οσμών» τις χρήσεις αρώματος ανάλογα με το φύλο, αλλά σε κάμια περίπτωση αυτό δεν είναι διαχωρισμένο με την σύγχρονη εμπορική έννοια συμβολισμών. Στην πραγματικότητα, μάλλον αντιβαίνει αυτής: Προτείνει ελαφρύτερο τριαντάφυλλο και κρίνο για τους άντρες, ενώ για τις γυναίκες συστήνει τις πυκνότερες ποιότητες της σμύρνας, της ματζουράνας και του νάρδου.
Γενικά για τον αρχαιοελληνικός πολιτισμό, κι αυτό είναι κάτι που παρέμεινε ως νοοτροπία και αργότερα, το άρωμα χρησιμοποιείται με την έννοια του μέτρον άριστον και για σκοπούς που αφορούν περισσότερο το πνεύμα και την υγεία του σώματος και λιγότερο την ηδονή.
O χριστιανισμός πάντως, ιδιαίτερα όμως ο δυτικός μεσαιωνικός χριστιανισμός, αλλά κι εν μέρει κι ο βουδισμός, επέβαλλε την έννοια της αμαρτίας ή του εχθρικού σε ορισμένες ευωδιές. Για παράδειγμα, θειώδεις οσμές συνδέθηκαν με το καθαρτήριο και την κόλαση, η άσχημη σωματική οσμή με την αμαρτία κι οι βαριές ζώωδεις μυρωδιές με την πορνεία. Με την έλευση της Αναγέννησης αλλά και του Διαφωτισμού η απόσπαση του αρώματος από την ηθική προς μια καλλιτεχνική και αισθητική αξία «παίρνει πλέον κεφάλι».
H εθνική μας… μυρωδιά
Η χρήση αρωματικών ουσιών μας παραδίδεται από αρχαία κείμενα και τις αρχαιολογικές πινακίδες κι ευρήματα.
Ο Διοσκουρίδης, Έλληνας γιατρός και φαρμακολόγος, κατέγραψε διάφορα φυτά και τις ρητίνες τους που χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου του μαστιχόδεντρου και του σίλφιου (ένα άγνωστο στην ταυτοποίησή του φυτό).
Το μαστιχόδεντρο (Pistacia lentiscus) ήταν πολύτιμο για την στοματική υγιεινή και δροσερή αναπνοή σε εποχές που η οδοντιατρική ήταν ανύπαρκτη, καθώς η μαστίχα δρα αντισηπτικά, ενώ το σίλφιο ήταν το πολυεργαλείο, καθώς χρησιμοποιούνταν ως καρύκευμα, άρωμα, αφροδισιακό και φάρμακο. Ήταν ιθαγενές φυτό της Κυρηναϊκής στην Βόρεια Αφρική κι η ελληνική αποικία το συγκόμιζε για τις ανάγκες της.
Άλλα αξιοσημείωτα φυτά είναι ο μάραθος (χρήση για την πεπτική υγεία), η μέλισσα που χρησιμοποιούνταν ως εμβάπτισμα σε κρασί, η δάφνη, ιερό φυτό του Απόλλωνα, ο σιδερίτης (που γνωρίζουμε κι εμείς ως τσάι του βουνού), και το υπερικό (St.John’s Wort) που αναφέρεται και από τους τρεις επιφανέστερους συγγραφείς βοτανολόγους-ιατρούς της αρχαιότητας: Διοσκουρίδη, Θεόφραστο και Ιπποκράτη, εμβαπτισμένο σε ελαιόλαδο και χρήσιμο στις ψυχικές διαταραχές.
«Στο Ιπποκρατικό Corpus καταγράφονται μάλιστα περίπου 400 φυτά και βότανα που χρησιμοποιούσαν οι ιπποκρατικοί γιατροί για τη θεραπεία των ασθενών», αναφέρει η διαχειρίστρια της ελληνικής Fragrantica προσθέτοντας πάντως πως οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν επιπλέον φυτά και υλικά εισαγόμενα από τις χώρες με τις οποίες βρίσκονταν σε εμπορικές σχέσεις, ιδιαίτερα της Εγγύς Ανατολής.
«Στο μυαλό μας ένα άρωμα αρχαιοελληνικό είναι κυρίως βασισμένο στις ενδημικές ποικιλίες φυτών και βοτάνων που έχουμε συνδέσει με την ελληνική φύση», παρατηρεί.
Δεδομένου ότι η 100% φυσική αρωματοποιία είναι προσβάσιμη στους ερασιτέχνες, μέσω των πολλών ιστοσελίδων που εμπορεύονται βοτανικά αποστάγματα κι αιθέρια έλαια, μια πρωτόλεια προσπάθεια για ανασύσταση δεν είναι τόσο δύσκολη, εκτιμά η κα Βοσνάκη συνοψίζοντας πως «η πειραματική αρχαιολογία αλλά κι η επιμέλεια εκθέσεων με θέμα την όσφρηση θα μπορούσε να παρακινήσει το κοινό να έρθει σε μεγαλύτερη επαφή με μια παραγνωρισμένη αίσθηση η οποία ωστόσο διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τον πολιτισμό τόσο διαχρονικά, όσο και διαπολιτιστικά».
Εκλείπουν εντούτοις, παρατηρεί, οι μεθοδολογίες και οι ευαισθησίες της αρχαιότητας, που οπωσδήποτε είχαν μια άλλη αισθητική προσέγγιση σε μια τέτοια εργασία. Ένα τέτοιο άρωμα επομένως είναι κάπως δύσκολο να ανασυσταθεί και να παραχθεί για κάτι διαφορετικό από εκθεσιακούς σκοπούς.
«Η Ελλάδα ως σύγχρονο κράτος έχει σίγουρα μια δική της μυρωδιά, όπως άλλωστε έχουν διάφορα μέρη στον κόσμο», συνοψίζει υπογραμμίζοντας πως η η ελληνική ευωδιά πολυμερίζεται λόγω του ανάγλυφου της χώρας.
«Αλλιώς μυρίζουν τα ορεινά χωριά μας, με την οξεία οσμή του καθαρού αέρα, τα έλατα και τα γιγάντια πλατάνια, τα ρυάκια και το νοτισμένο χώμα, κι αλλιώς τα πλακόστρωτα των νησιών μας με τα γεράνια, την τουριστική δραστηριότητα και τα πλοία, τον αλμυρό αέρα και την ηλιοψημένη πέτρα στο γκρεμό πάνω από τη θάλασσα», εξηγεί καταλήγοντας η Αθήνα ειδικά αν έπρεπε να αποδοθεί σε άρωμα θα έδινε, κατά τη γνώμη της μια πολύπλοκη αίσθηση, άλλοτε πολύ ευχάριστη, άλλοτε λιγότερο, πάντα όμως ενδιαφέρουσα.
«Ίσως αν κάποιος συνδύαζε ανάλογες «νότες» γιασεμιού, καφέ και πυραζινών μαζί με αιθάλη να πετύχαινε μια πειστική προσομοίωση αυτού του mix»..
Το άρωμα, του Έλληνα, σήμερα
Ο Έλληνας αγαπά το άρωμα ανέκαθεν,προσθέτει η κα Βοσνάκη, φέρνοντας στη συζήτηση στο σήμερα, καθώς συνοψίζει πως αντιλαμβανόμαστε τις αρωματικές δημιουργίες ως ένα σύμβολο καλής ζωής.
«Ιδιαίτερα στην εποχή των social media που κατακλυζόμαστε από εικόνες πολυτέλειας, ορισμένες φορές επίπλαστες, το άρωμα γίνεται- ξανά, μετά την δεκαετία του ‘80- status symbol», αναφέρει χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας πως η προσβασιμότητα του διαδικτύου έχει επιτρέψει στους Έλληνες να δοκιμάσουν πάρα πολλά προϊόντα που τους ήταν άγνωστα μέχρι πριν 10-15 χρόνια.
Η βανίλια και η καρύδα παραμένουν από τις πιο αγαπημένες νότες, καθώς παραπέμπουν σε καλοκαιρινές εικόνες: διακοπές, αντιηλιακή λοσιόν, τροπικά κοκτέιλ και μια «αντιηλιακής οσμής» θηλυκότητα.
Από την άλλη, τα έντονα ξυλώδη ανδρικά αρώματα, με συστατικά όπως Ambrofix ή Ambermax, επιλέγονται φανατικά για τη δυναμική, βραδινή τους παρουσία — αποπνέουν αίσθηση περιποίησης, αυτοπεποίθησης και «clubbing» διάθεσης στις εξόδους των ανδρών.
Οι Ελληνίδες -ιδιαίτερα των κρίσιμων ηλικιακών γκρουπ που ψωνίζουν για τον εαυτό τους αρώματα- είναι προσανατολισμένες σε μυρωδιές είτε πούδρας-σαπουνιού-καθαριότητας για τις πιο καθημερινές ασχολίες ή το πιο κομψό προφίλ τους, είτε σε τροπικά και πλούσια γλυκά μπουκέ με εφέ επιδορπίων (καραμέλα, κρεμ μπρυλέ, παγωτό, σοκολάτα, γλυκά ποτά σαν λικέρ) που θεωρούνται «σαγηνευτικά» για τις εξόδους τους.
Οι Έλληνες σταθερά ψηφίζουν τα λεγόμενα «μπλε αρώματα», μια κωδικοποίηση των χρηστών παρά της ίδιας της βιομηχανίας, δηλαδή συνθέσεις με κορμό την κλασσική συνταγή των φουζέρ αρωμάτων φρεσκάδας και ξύλων, αλλά με σύγχρονες πινελιές δυνατών αρωματοσυνθετικών στη βάση, καθώς και ως καλοκαιρινή επιλογή των φρέσκων αρωμάτων με εσπεριδοειδή και θαλασσινές νότες που πρωτοέγιναν δημοφιλείς την δεκαετία του ‘90.
Πηγή: skai.gr
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.









