Πανελλαδικές ειδήσεις, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι τελευταίοι καρβουνιάρηδες των Γρεβενών



Του Νικόλα Μπάρδη

Στα Γρεβενά επιβιώνει ακόμη στις μέρες μας ένα παραδοσιακό επάγγελμα, μία παλιά τέχνη που τείνει όμως να σβήσει μια για πάντα. Οι τελευταίοι καρβουνιάρηδες των Γρεβενών έχουν επιλέξει με πείσμα και αυτοθυσία να κάνουν ένα αρκετά δύσκολο και απαιτητικό επάγγελμα, που δύσκολα θα αποφασίσει να ασκήσει ένας νέος άνθρωπος πια. Και ενώ στα περισσότερα επαγγέλματα έχει εισχωρήσει η τεχνολογία και τα σύγχρονα μηχανήματα, σ’ αυτή τη δουλειά μηχανές είναι τα χέρια τους, που ακούραστα από τις πρώτες πρωινές ώρες, μέχρι να πέσει το σκοτάδι μετατρέπουν καυσόξυλα σε κάρβουνα.

Πρόκειται για μία άκρως απαιτητική, δύσκολη και κουραστική εργασία, που θέλει τον εργάτη κυριολεκτικά από πάνω, για να μη σβήσει το καμίνι, ενώ για να την κάνει κάποιος πρέπει να διαθέτει πείρα και γνώσεις, καθώς μπορεί να γίνει και πολύ επικίνδυνη. Ειδικά κατά την ανάβαση πάνω στη στοίβα από τα καυσόξυλα, μία λάθος κίνηση μπορεί να αποβεί μοιραία για τον εργάτη. Εκτός αυτού, όλη η διαδικασία γίνεται σε εξωτερικό χώρο, οπότε είναι εκτεθειμένοι στον καιρό και τις απότομες αλλαγές του. Συχνά τους αποκαλούν «βιοπαλαιστές της φωτιάς», γιατί δεν φοβούνται ούτε τη φλόγα, ούτε την στάχτη που αφήνει πίσω της.

Για τους ίδιους δεν είναι απλά μία δουλειά, αλλά μία αληθινή τέχνη, και αυτοί είναι οι τεχνίτες του κάρβουνου. Τα παλιά χρόνια συνδεόταν με την οικογενειακή παράδοση, και μεταφέρονταν από τον πατέρα στον γιο, για πολλές γενιές. Εκτός, λοιπόν, από την οικιακή χρήση, όπου τα κάρβουνα έμπαιναν στα μαγκάλια, μεγάλη ζήτηση υπήρχε από τις ψησταριές και τα καφενεία. Οι καρβουνιάρηδες αναλάμβαναν οι ίδιοι το εμπόριο του κάρβουνου, χωρίς μεσάζοντες, καθώς θεωρούσαν ότι πολλοί τους «έκλεβαν» στο ζύγισμα, και ήταν αρκετά δεμένοι μεταξύ τους, παρότι δεν ήταν οργανωμένοι σε κάποια συντεχνία.

Η παραγωγή όπως τότε, έτσι και σήμερα γίνεται σε υπαίθρια καμίνια και διαρκεί από την Άνοιξη ως το Φθινόπωρο. Οι καρβουνιάρηδες αρχικά μαζεύουν τα ξύλα, όπως «πρινάρια» (πρίνους), βαλανιδιές, αργιλίδια (ξύλα αγριελιάς) και άλλα από τα γύρω βουνά και τους αγρούς, και στη συνέχεια τα κόβουν σε πιο μικρά κομμάτια. Για να «χτίσουν» το καμίνι, τοποθετούν τα ξύλα περιμετρικά στο χώμα, συνήθως πρώτα τα πιο «αδύνατα», όπως ρίζες, ενώ πάνω απ’ αυτά βάζουν το «ταμπλό», όπου τοποθετούν τα πιο χοντρά ξύλα. Τα στοιβάζουν λοιπόν το ένα πάνω στο άλλο, με κλίση πάντα προς τα μέσα, ώστε να πάρουν το σχήμα ενός χωνιού.

Αυτό το «χωνί» από ξύλα έχει στη μέση μια τρύπα (σαν κούφιο σωλήνα) από την κορυφή ως τον πάτο, για να διευκολύνει τη φωτιά. Αφού ολοκληρωθεί το «χωνί» ξεκινούν με ιδιαίτερη προσοχή να φτιάχνουν πάνω του περιμετρικές τρύπες, από την κορυφή μέχρι κάτω, για να «αναπνέει» το καμίνι, να βγαίνουν δηλαδή οι ατμοί της καύσης, και να μην εκραγεί. Όταν το καμίνι έχει σχηματιστεί, το καλύπτουν απ’ άκρη σ’ άκρη με βρεγμένες πευκοβελόνες (γιατί είναι εύφλεκτες) και πάνω από αυτές ρίχνουν κοσκινισμένο χώμα, το οποίο βρέχουν εξίσου με νερό, ώστε να ρίξουν στο τέλος ένα ακόμη στρώμα χώματος και αυτό να κολλήσει. Και κάπως έτσι, το καμίνι είναι έτοιμο για καύση. 

Το Όπου Υπάρχει Ελλάδα κατέγραψε με τον φακό του αυτό το ιδιαίτερο επάγγελμα που κινδυνεύει να εξαφανιστεί στο διάβα του χρόνου, και δίνει τον λόγο στους τελευταίους εναπομείναντες καρβουνιάρηδες των Γρεβενών, οι οποίοι όσο δύσκολα κι αν περνούν σ’ αυτό το επάγγελμα, δεν θα το άλλαζαν με τίποτα στον κόσμο. Η δύναμη της ψυχής τους είναι συγκινητική και άξια θαυμασμού. 
 

Πηγή: skai.gr



Source link

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *