Ψυχοθεραπεία μέσω γραπτών μηνυμάτων; Κι όμως μπορεί να έχει αποτέλεσμα, λέει νέα μελέτη
								
Όλο και περισσότεροι Αμερικανοί στρέφονται στην ψυχοθεραπεία μέσω γραπτών μηνυμάτων και νέα έρευνα υποδηλώνει ότι μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματική με τις συνεδρίες μέσω βίντεο για ορισμένους ασθενείς.
Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 30 Οκτωβρίου στο JAMA Network Open, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι άτομα με ήπια έως μέτρια κατάθλιψη που χρησιμοποίησαν θεραπεία μέσω γραπτών μηνυμάτων παρουσίασαν παρόμοιες βελτιώσεις με εκείνους που έκαναν ψυχοθεραπεία μία φορά την εβδομάδα από απόσταση.
Στην κλινική μελέτη συμμετείχαν 850 ενήλικες στους οποίους ανατέθηκε τυχαία είτε ψυχοθεραπεία από απόσταση είτε με απεριόριστα μηνύματα με αδειούχο ψυχοθεραπευτή για 12 εβδομάδες.
Μέχρι το τέλος της μελέτης, και οι δύο ομάδες ανέφεραν παρόμοιες βελτιώσεις στα συμπτώματα κατάθλιψης.
Η μελέτη υποστηρίχθηκε από το Talkspace, μια ταχέως αναπτυσσόμενη ψηφιακή πλατφόρμα ψυχικής υγείας, η οποία συνεργάστηκε με ερευνητές για τη διεξαγωγή της μελέτης.
Οι ειδικοί λένε ότι τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα σημαντικά για άτομα που δυσκολεύονται να έχουν παραδοσιακά ή ψηφιακά ραντεβού.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι οι άνθρωποι ήταν λιγότερο πιθανό να εγκαταλείψουν την ψυχοθεραπεία μέσω γραπτών μηνυμάτων σε σύγκριση με τις συνεδρίες με κάμερα.
Αλλά οι ασθενείς στην ομάδα των συνεδριών από απόσταση δήλωσαν ότι οι ψυχοθεραπευτές τους ήταν ελαφρώς πιο θερμοί και πιο συμπονετικοί, υποδηλώνοντας ότι ο δεσμός που δημιουργήθηκε στις συνεδρίες πρόσωπο με πρόσωπο μπορεί να είναι ακόμα ελαφρώς ισχυρότερος.
Παραμένουν, ωστόσο, ερωτηματικά σχετικά με το πώς να υπάρξει σύνδεση όταν ο ασθενής και ο ψυχοθεραπευτής δεν μπορούν να δουν ο ένας τον άλλον.
Η μελέτη απέκλεισε άτομα με σοβαρές ψυχικές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένων ψύχωσης ή αυτοκτονικών σκέψεων, επομένως η θεραπεία μέσω γραπτών μηνυμάτων μπορεί να μην είναι κατάλληλη για όλους.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο αριθμός των Αμερικανών που βρίσκονται σε ψυχοθεραπεία υπερδιπλασιάστηκε, ανεβαίνοντας από περίπου 4% του πληθυσμού που ήταν στο 8,5% έως το 2021.