ΥΓΕΙΑ

Τι προκαλεί ο ανθεκτικός μύκητας και γιατί ανησυχεί τους ειδικούς


Τι αναφέρει ο Εθνικός Οργανισμός Δημοσίας Υγείας (ΕΟΔΥ) σε νέο επιδημιολογικό δελτίο που εξέδωσε.

Σοβαρές λοιμώξεις στους ασθενείς που νοσηλεύονται σε βαριά κατάσταση ή έχουν σοβαρά εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να προκαλέσει ο μύκητας candida (κάντιντα) auris, αναφέρει ο Εθνικός Οργανισμός Δημοσίας Υγείας (ΕΟΔΥ).

Σε νέο επιδημιολογικό δελτίο που εξέδωσε εξηγεί ότι αυτός ο ανθεκτικός μύκητας είναι σχετικά νέος, αφού αναγνωρίσθηκε για πρώτη φορά μόλις το 2009, στην Ιαπωνία. Καλλιεργήθηκε από το αυτί (auris) ενός ασθενούς, εξ ου και η ονομασία του.

Από τότε, έχει προκαλέσει εξάρσεις σε πολλές χώρες, κυρίως σε νοσηλευτικούς χώρους. Πολύ πρόσφατα, ο μύκητας αυτός μετονομάστηκε (ή καλύτερα επαναταξινομήθηκε) ως Candodozymα. Και αυτό διότι το γονιδιακού του προφίλ και η ικανότητά του να αποικίζει το σώμα και το περιβάλλον των ασθενών διαφέρει από τα υπόλοιπα είδη candida.

Ο ΕΟΔΥ απαντά σε βασικά ερωτήματα για τον μύκητα αυτό και τις επιπτώσεις του στην υγεία.

Γιατί προκαλεί ανησυχία;

Ο μύκητας C. auris  μπορεί να παρουσιάζει αντοχή σε πολλά αντιμυκητικά φάρμακα. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την αντιμετώπισή του. Επιπλέον, δεν αναγνωρίζεται («ταυτοποιείται») εύκολα με τις συνήθεις μεθόδους στο εργαστήριο, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις στη διάγνωσή του.

Ένα χαρακτηριστικό που τον ξεχωρίζει είναι η ικανότητά του να επιβιώνει και να αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες έως και 42°C. Έτσι ξεπερνά τη φυσική άμυνα του ανθρώπινου οργανισμού (περίπου 37°C).

Αυτή η θερμική αντοχή δηλώνει πιθανή προσαρμογή του μύκητα σε συνθήκες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Αυτό θα μπορούσε να καταστήσει παρόμοιους περιβαλλοντικούς μύκητες απειλή για τον άνθρωπο στο μέλλον.

Τέλος, ο μύκητας C. auris μπορεί να επιβιώσει για εβδομάδες σε επιφάνειες, γεγονός που διευκολύνει τη διασπορά του σε νοσοκομεία και μονάδες χρόνιας φροντίδας (οίκοι ευγηρίας, κέντρα αποκατάστασης κ.λπ).

Ποια είναι η κατάσταση στην Ευρώπη και την Ελλάδα;

Σύμφωνα με έκθεση του ECDC που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο 2025, καταγράφεται συνεχής άνοδος στον αριθμό των καταγεγραμμένων περιστατικών από το 2013, όταν πρωτοεμφανίστηκαν κρούσματα. Το 2023 καταγράφηκαν συνολικώς 1.346 κρούσματα σε 18 χώρες τo 2023, με εντοπισμένες ζώνες ενδημικότητας.

Ωστόσο, αρκετές χώρες δεν έχουν ακόμη εγκαταστήσει συστήματα επιδημιολογικής επιτήρησης του μύκητα. Γι’ αυτό τον λόγο τα δεδομένα δεν αντικατοπτρίζουν την πλήρη εικόνα στην Ευρώπη.

Σε όλες τις χώρες με σχετικό σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης, η μετάδοση παραμένει κυρίως ενδονοσοκομειακή.

Στην Ελλάδα, ο μύκητας C. auris καταγράφηκε για πρώτη φορά το 2019. Από τότε, έχουν εντοπιστεί περιστατικά λοίμωξης και αποικισμού σε πολλές υγειονομικές μονάδες. Η επιδημιολογική επιτήρηση και καταγραφή των κρουσμάτων σε επιλεγμένες μονάδες φροντίδας γίνεται από τον ΕΟΔΥ. Το 2023 δηλώθηκαν στον ΕΟΔΥ 451 περιστατικά. Το 2024 παρατηρήθηκε πτωτική τάση.

Γιατί αποκαλείται «υπερπαθογόνο» (superbug);

Παρότι δεν αποτελεί απειλή για το γενικό πληθυσμό, ο μύκητας C. auris χαρακτηρίζεται συχνά ως υπερπαθογόνο, επειδή συνδυάζει:

  • Ανθεκτικότητα στα αντιμυκητικά φάρμακα
  • Δυνατότητα μακράς επιβίωσης στο περιβάλλον (επιφάνειες)
  • Ευκολία μετάδοσης

Δυνητικά σοβαρές επιπλοκές σε εξαιρετικά ευάλωτους ασθενείς σε δομές υγειονομικής περίθαλψης και χρόνιας φροντίδας.

Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο;

Ο μύκητας C. auris δεν αποτελεί απειλή για τον υγιή πληθυσμό. Ωστόσο, μπορεί να κινδυνεύουν οι:

  • Ασθενείς πουν νοσηλεύονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας
  • Άτομα με χρόνια σοβαρά νοσήματα που απαιτούν συχνές και μακρές νοσηλείες
  • Σοβαρά ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς, ιδίως εάν υποβάλλονται σε επεμβατικές πράξεις με τη χρήση καθετήρων, αναπνευστήρων κ.λπ.

Τι είδους λοιμώξεις προκαλεί;

Ο μύκητας C. auris μπορεί να προκαλέσει μυκηταιμία (λοίμωξη του αίματος από μύκητες) σε νοσηλευόμενους ασθενείς (κυρίως βαρέως πάσχοντες), λοιμώξεις χειρουργικών τραυμάτων και ξένων σωμάτων, όπως βαλβίδων στον εγκέφαλο κ.λπ.

Εκδηλώνεται συνήθως με πυρετό και επιδείνωση της γενικής κατάστασης σε νοσηλευόμενους ασθενείς, που δεν ανταποκρίνεται στη συνηθισμένη αντιβιοτική αγωγή.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, όμως, ο μύκητας αποικίζει το δέρμα ή άλλα σημεία του σώματος των ασθενών, χωρίς να προκαλεί συμπτώματα. Ωστόσο έτσι αποτελεί δυνητική πηγή για περαιτέρω μετάδοσής του, εάν δεν λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης.

Πώς μεταδίδεται;

Ο μύκητας μπορεί να επιβιώνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο περιβάλλον και να μεταδίδεται από ασυμπτωματικούς φορείς. Η μετάδοση γίνεται κυρίως σε νοσοκομειακά περιβάλλοντα:

  • Είτε μέσω άμεσης μεταφοράς, κυρίως με τα χέρια, μεταξύ ασθενών και προσωπικού που φροντίζει τους ασθενείς
  • Είτε μέσω μολυσμένων επιφανειών και ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, εάν δεν λαμβάνονται τα προβλεπόμενα μέτρα καθαριότητας και απολύμανσης.

Πώς γίνεται η διάγνωση της λοίμωξης από C. auris;

Η διάγνωση απαιτεί τη λήψη κατάλληλων δειγμάτων, όπως καλλιέργεια αίματος ή καλλιέργεια από την επιφάνεια μολυσμένου χειρουργικού τραύματος, και την εφαρμογή ειδικών τεχνικών για τη σωστή αναγνώριση του μύκητα.

Πώς αντιμετωπίζεται;

Η θεραπεία των λοιμώξεων που προκαλεί ο μύκητας βασίζεται στη χορήγηση κατάλληλων αντιμυκητικών φαρμάκων. Μπορεί επίσης να απαιτηθεί η αφαίρεση μολυσμένων ξένων σωμάτων από το σώμα του ασθενούς, όταν αυτό είναι δυνατόν.

Σε περιπτώσεις που ο μύκητας αποικίζει το σώμα, χωρίς να προκαλεί λοίμωξη, δεν απαιτείται φαρμακευτική αγωγή, αλλά πρέπει να εφαρμόζονται τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης της διασποράς, όπως η χωριστή νοσηλεία των ασθενών που φέρουν το μύκητα και η προσεκτική τήρηση των μέτρων υγιεινής των χεριών και των μέτρων επαφής, τόσο από το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, όσο και από τους επισκέπτες και φροντιστές των ασθενών.

Φωτογραφία: iStock



Source link

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *